Συντάκτης: Ιωάννα Σωτήρχου.
Oταν κάτι το γράφουμε -το καταχωρίζουμε- το αποκαλούμε εγγραφή. Οταν κάτι δεν γράφεται πια έχουμε εκγραφή. Μια απουσία καταγραφής που ολοένα μεγεθύνεται και ισοδυναμεί με μελλοντική προγραφή. Δεν αποτελεί σχήμα λόγου, ούτε λογοπαίγνιο: εκγραφή είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Διονύσης Μπαλούρδος για να περιγράψει το πρόβλημα που οξύνεται υπονομεύοντας την κοινωνία μας και δεν είναι άλλο από το δημογραφικό. «Δεν είναι μόνο η φτώχεια, η ανεργία και η ανισότητα. Ο κυρίαρχος πρωταγωνιστής τα επόμενα χρόνια θα είναι το δημογραφικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας ο πληθυσμός μειώνεται: έχουμε αρνητική μεταναστευτική κίνηση και αρνητική φυσική κίνηση, δηλαδή οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις και η γονιμότητα σημειώνει ιστορικά χαμηλούς δείκτες. Τη σύνθεση του φαινομένου αποδίδω με τη λέξη εκγραφή, γιατί μιλάμε για κάτι που φεύγει και δεν εγγράφεται» λέει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» και μας εξηγεί: «Ενα βασικό στοιχείο είναι τα παιδιά που χάνονται επειδή δεν θα γεννηθούν, τα ‘‘αγέννητα της κρίσης’’, με αποτέλεσμα να μην ανανεώνεται ο πληθυσμός στη χώρα και οι θάνατοι να υπερτερούν των γεννήσεων». Οι λόγοι γι’ αυτό το γεγονός πολλοί και γνωστοί: όπως λένε οι ειδικοί, οι γυναίκες καθυστερούν να κάνουν παιδιά διότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποστηρικτικές πολιτικές, οι Ελληνες καθυστερούν να δημιουργήσουν οικογένεια διότι οι νέοι ζουν παρατεταμένα στο πατρικό. «Ομως αυτό που ενδιαφέρει τους νέους είναι να έχουν μια ασφαλή εργασία, καθώς διαπιστώνουμε ότι είναι η ασφάλεια της εργασίας αυτή που θα επιτρέψει στα ζευγάρια να δημιουργήσουν οικογένεια. Στις νέες κατηγορίες φτωχών έχει αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή των φτωχών εργαζόμενων, αλλά και συνολικά των νέων και των παιδιών που ζουν σε συνθήκες ένδειας», τονίζει ο ερευνητής, θίγοντας έτσι τις πολιτικές απασχόλησης που εξασφαλίζουν μόνο την ένδεια των εργαζομένων, καθώς οι νέες κατηγορίες φτωχών σχετίζονται με τις συνθήκες εργασίας: ευέλικτες και επισφαλείς μορφές εργασίας, με μισθούς πείνας που βαφτίστηκαν βασικοί και ξεκινούν από τα 430 ευρώ καθαρά για να φτάσουν το πολύ τα 500 ευρώ αν τύχει και είσαι 25άρης. Πραγματικότητα που ήδη έχει καταγραφεί από τις κοινωνικές έρευνες με τον νέο όρο «SINKIES» (από τα αρχικά των λέξεων Single Income No Kids - Ενα εισόδημα, χωρίς παιδιά) που περιγράφει το ζευγάρι των εργαζόμενων φτωχών χωρίς παιδιά όπου αθροιζόμενοι οι δύο μισθοί μπορούν να προσεγγίσουν το ισοδύναμο μιας κανονικής αμοιβής. Ο διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Διονύσης Μπαλούρδος ● Μία ακόμη εκγραφή, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, είναι ότι οι νέοι μένουν με τους γονείς τους και δεν καταγράφονται ως αυτόνομα νοικοκυριά, είναι ανύπαρκτοι στις σχετικές καταμετρήσεις. ● Ακόμη μια όψη εκγραφής προστίθεται από το γεγονός ότι σχεδόν ο ένας στους τρεις νέους ηλικίας 30-44 ετών, για την ακρίβεια ποσοστό 32,4%, ανήκει στους ΝΕΕΤs (αρκτικόλεξο για το Νο Employment, Education, Training – Νέοι χωρίς απασχόληση-εκπαίδευση-κατάρτιση). «Και στη Σκανδιναβία οι νέοι αντιμετωπίζουν σε υψηλότερα της χώρας μας ποσοστά κίνδυνο φτώχειας, όμως αυτονομούνται νωρίς και με τη βοήθεια των κοινωνικών πολιτικών καταφέρνουν να αναπτύσσονται, διατηρώντας ένα πολύ μικρό ποσοστό ΝΕΕΤs. Στην Ελλάδα όμως αντί πολιτικών έχουμε το ‘‘χοτέλ μάμα’’ όπου είναι δωρεάν τα πάντα» παρατηρεί ο κ. Μπαλούρδος. Η εικόνα της φτώχειας Πώς έχει διαμορφωθεί η εικόνα της φτώχειας; Τη χαρακτηρίζουν πλέον η ένταση και η διάρκεια, η αστικοποίηση –η φτώχεια εκτίθεται πλέον στην καρδιά των κοινωνιών, στους δρόμους των πόλεων, ενώ αναποτελεσματικές κρίνονται οι πολιτικές αντιμετώπισής της: «Δεν είναι μόνο ότι τα παιδιά και οι νέοι συνθέτουν τις νέες ομάδες που έχουν υψηλό κίνδυνο φτώχειας, αλλά σε αυτό προστίθενται και δύο ακόμη χαρακτηριστικά: παραμένουν στη φτώχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα τα παιδιά βιώνουν ακραίες μορφές φτώχειας. Αυτό που μας δείχνει ο δείκτης χάσματος της φτώχειας (η απόσταση του μέσου εισοδήματος των φτωχών από το όριο της φτώχειας) είναι ότι στην Ελλάδα της κρίσης η απόλυτη φτώχεια αποτελεί σημείο απομάκρυνσης από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και τις υπόλοιπες που είναι αντιμέτωπες με εισοδηματική φτώχεια και τον λόγο που πλησιάζει τις πλέον στερημένες πρώην ανατολικές και βαλκανικές χώρες όπως είναι οι Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία. »Πέρα από τη μετατόπιση της νέας φτώχειας σε παιδιά, νέους, νέους εργαζόμενους φτωχούς και την οικογενειοποίησή της είμαστε αντιμέτωποι με την αστική φτώχεια που συγκεντρώνεται σταδιακά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αλλά και με... λειψή διακυβέρνηση: η αντιμετώπιση ενός φαινομένου απαιτεί συντονισμό μεταξύ πολλών φορέων που αδυνατούν να συγχρονιστούν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να είναι επιτυχείς. Οι πολιτικές που φαίνεται να επιτυγχάνουν στο εξωτερικό σε ό,τι αφορά την υπογεννητικότητα είναι συντονισμένα μέτρα που στην ουσία συμφιλιώνουν τον οικογενειακό και εργασιακό βίο, βάζουν πλάτη στο κόστος ανατροφής ενός παιδιού ξεκινώντας από τις γονεϊκές άδειες, τους βρεφικούς σταθμούς, ώς το εκπαιδευτικό σύστημα. Και σίγουρα αυτό που φαίνεται να μετράει πάνω από όλα είναι η ασφάλεια στην απασχόληση…». Το Κοινωνικό Πορτρέτο της Ελλάδας 2016-2017 Η συζήτησή μας με τον ερευνητή έγινε με αφορμή τη προχθεσινή παρουσίαση του Δημογραφικού και Κοινωνικού Πορτρέτου της Ελλάδας 2016-2017 στη Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Δημογραφικό και τη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων. Σύμφωνα με όσα εξέθεσε στη Βουλή: ● Γερασμένη κοινωνία: από το 1996 και μετά -τότε που οι σχετικοί τίτλοι ήταν «γεννάτε γιατί χανόμαστε», άρχισε η υπεροχή των ηλικιωμένων στον πληθυσμό. Το 2016 στον συνολικό πληθυσμό της χώρας περισσότεροι από τον έναν στους πέντε ήταν ηλικιωμένοι άνω των 65 (ποσοστό 21,3%) ενώ το ποσοστό των παιδιών μέχρι 15 ετών μετά βίας έφτανε το 14,4%. ● Πέρσι η μέση ηλικία του πληθυσμού ήταν τα 44,2 χρόνια. Κατά μέσον όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί στην ηλικία των 30, που θεωρείται σχετικά προχωρημένη. ● Θα μείνουμε οι μισοί σε λιγότερο από μισόν αιώνα: αν η γονιμότητα είναι 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, μακροπρόθεσμα αυτό μεταφράζεται σε μείωση του πληθυσμού κατά 50% σε 44,3 χρόνια. Από το 1996 η γονιμότητα έχει πέσει ακόμη πιο κάτω από 1,3 παιδιά/γυναίκα. Για να είναι σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας η γονιμότητα πρέπει να είναι 2,1 παιδιά/γυναίκα. ● Ραγδαία ανοδική είναι η τάση των γυναικών που δεν αποκτούν παιδιά: για τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1950 το ποσοστό ήταν 9,6%, αντίστοιχα για όσες γεννήθηκαν το 1960 ήταν 10,5% ενώ μέσα σε μια 5ετία (1965) δεν απέκτησαν παιδιά σε ποσοστό 16,3%. ● Οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης και κατάρτισης 30-34 ετών στην Ελλάδα «κατέχουν» το πανευρωπαϊκό ρεκόρ με ποσοστό 32,4%. ● Με τη φτώχεια να αφορά σχεδόν τον έναν στους πέντε (21,2%) στο σύνολο της χώρας, στις ομάδες υψηλού κινδύνου που πλήττονται περισσότερο ανήκουν τα παιδιά μέχρι 18 ετών (26,3%), οι νέοι 18-24 ετών (29%), οι μερικώς απασχολούμενοι 30,3% και οι άνεργοι (46,9%).
Μέσο : http://www.efsyn.gr/